ολμοφόρος

ολμοφόρος
ο
ναυτ. πλοίο τού παλαιού ιστιοφόρου πολεμικού ναυτικού εξοπλισμένο με ολμοβόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Ζαλοκώστα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”